- ρίσσα
- (risse). Γένος χαραδριόμορφων πτηνών, στα οποία λείπει το πίσω δάκτυλο. Το σώμα τους έχει χρώμα λευκό και οι φτερούγες και η ράχη τους καστανό. Το γένος ρ. η τριδάκτυλη ζει στις ψυχρές θάλασσες του βορείου ημισφαιρίου και κατασκευάζει τη φωλιά της ομαδικά στις απόκρημνες ακτές. Τον χειμώνα φτάνει μέχρι τη Μεσόγειο.
* * *η, Νζωολ. γένος χαραδριόμορφων πτηνών τής ανοιχτής θάλασσας, με λευκό πτέρωμα και σταχτιές φτερούγες.
Dictionary of Greek. 2013.