ρίσσα

ρίσσα
(risse). Γένος χαραδριόμορφων πτηνών, στα οποία λείπει το πίσω δάκτυλο. Το σώμα τους έχει χρώμα λευκό και οι φτερούγες και η ράχη τους καστανό. Το γένος ρ. η τριδάκτυλη ζει στις ψυχρές θάλασσες του βορείου ημισφαιρίου και κατασκευάζει τη φωλιά της ομαδικά στις απόκρημνες ακτές. Τον χειμώνα φτάνει μέχρι τη Μεσόγειο.
* * *
η, Ν
ζωολ. γένος χαραδριόμορφων πτηνών τής ανοιχτής θάλασσας, με λευκό πτέρωμα και σταχτιές φτερούγες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακριβοκανακάρης — ο (θηλ. ρισσα και ριά) (η λ. συν. σε δημοτικά τραγούδια) πολυχαϊδεμένος, κανακάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + κανακάρης] …   Dictionary of Greek

  • γελαδάρης — ο (θηλ. ρισσα, η) ο βουκόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. αγελαδάρης] …   Dictionary of Greek

  • διπλοχέρης — έρα, και ρισσα, έρικο αυτός που χρησιμοποιεί με την ίδια ευχέρεια και τα δύο χέρια, αμφιδέξιος …   Dictionary of Greek

  • νοικάρης — ο θηλ. ρισσα και νοικάτορας θηλ. τόρισσα ο νοικιαστής συνήθ. κατοικίας, αλλ. μισθωτής: Τα ταίριασε με το νοικάρη της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐσύρισσα — ἐσύ̱ρισσα , συρίζω Bis Acc. aor ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”